- ρουμάνι
- το(λ. τουρκ.), πυκνό δάσος, λόγγος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρουμάνι — το, Ν έκταση με πυκνή θαμνώδη βλάστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. orman (πρβλ. ορμάνι)] … Dictionary of Greek
раменье — густой лес; лес, примыкающий к полям , рамень ж. – то же, рама окраинная область , др. русск. рама граница, пашня, примыкающая к лесу , рамениɪе лес по краю пашни, опушка леса , рамьнъ сильный, огромный . Вероятно, связано с рамяный (см.).… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ορμάνι — το πυκνό δάσος, ρουμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. orman] … Dictionary of Greek
Ταμπουρίνι, Αντόνιο — (Tamburini, 1808 – 1876). Ιταλός βαθύφωνος. Αφού για ένα χρονικό διάστημα έπαιξε δευτερεύοντες ρόλους σε επαρχιακά θέατρα, σημείωσε την πρώτη του επιτυχία στη Μπολόνια και κατόπιν στην Πλακεντία, όπου το 1819 θριάμβευσε στα μελοδράματα: Η… … Dictionary of Greek
δάσος — το τόπος που καλύπτεται από δέντρα και θάμνους, κυρίως άγριος λόγγος, ρουμάνι: Το καλοκαίρι πάντα πηγαίνουμε εκδρομές στο δάσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)